- μουριά
- Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε σήμερα συναντάται, ημιαυτοφυής ή καλλιεργούμενη, σε όλη τη χώρα. Από την Ελλάδα διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η μ. δεν είναι εξαιρετικά ψηλή και το ριζικό της σύστημα είναι κυρίως επιφανειακό. Γενικά φυτεύεται σε δεντροστοιχίες δρόμων ή σε σειρές, περισσότερο ή λιγότερο πυκνές, στα όρια των κτημάτων. Χαρακτηριστική είναι η ογκώδης κεφαλόμορφη όψη που παρουσιάζουν οι μ.: ο κορμός ή οι κύριοι βραχίονές τους χοντραίνουν και σχηματίζουν μια ογκώδη κεφαλή, γεμάτη προεξοχές, απ’ όπου εκφύονται λεπτοί βλαστοί, γεμάτοι φύλλα. Τη μορφή αυτή αποκτά το δέντρο εξαιτίας των συνεχών αυστηρών κλαδευμάτων, που αποσκοπούν στη δημιουργία μεγάλου αριθμού οφθαλμών. Τα φύλλα είναι οδοντωτά και διάφορων μορφών: ωοειδή, καρδιοειδή και λοβώδη· η κάτω επιφάνεια είναι ελαφρά χνουδωτή, ενώ η άνω πράσινη στιλπνή. Τα άνθη είναι διατεταγμένα κατά άρρενες και θήλεις ιούλους, είτε πάνω στο ίδιο δέντρο (μόνοικα) είτε σε διαφορετικά (δίοικα), και έχουν χρώμα πρασινο-κιτρινωπό. Μετά τη γονιμοποίηση, τα θήλεα άνθη γίνονται σαρκώδη και σχηματίζουν έναν ψευδή καρπό, χυμώδη, γλυκό, που έχει τη μορφή βατόμουρου, ελαφρά επιμήκους (μούρο)· ανάλογα με το είδος, οι καρποί έχουν χρώμα λευκό – μελί, μελανό ή ρόδινο.
Πολυάριθμα είναι τα είδη και οι ποικιλίες της μ.: τα τυπικότερα και τα πιο γνωστά είδη είναι η μορέα η μελανή και η μορέα η λευκή· η δεύτερη καλλιεργείται πιο πολύ από την πρώτη. Η σημασία της μ., της οποίας η καλλιέργεια είναι βασική για την οικονομία πολλών περιοχών, συνδέεται με την εκτροφή του μεταξοσκώληκα και τη μεταξοβιομηχανία.
Ο καρπός πολλών ποικιλιών τρώγεται ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή οινοπνευματούχων ποτών. Το ξύλο της μ., κιτρινωπό, σκληρό και μεγάλης διάρκειας, χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και στην αμαξοποιία.
Μορέα η λευκή, ποικιλία της μουριάς, η οικονομική σημασία της οποίας συνδέεται στενά με τη μεταξοβιομηχανία.
Καρποί της ποικιλίας μορέας της μελανής, οι οποίοι τρώγονται αλλά χρησιμοποιούνται και για κονσερβοποίηση.
* * *ηβοτ. γένος δικότυλων δένδρων τών εύκρατων περιοχών, τού οποίου υπάρχουν 6 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορέα (< μόρον «μούρο») με κώφωση τού -ο- σε -ου- και συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά, συκέα < συκιά)].
Dictionary of Greek. 2013.